λιθόσφαιρα

λιθόσφαιρα
Το εξώτατο και στερεό περίβλημα της Γης. Σύμφωνα με την υπόθεση του Γκόλντσμιτ σχετικά με την εσωτερική δομή της Γης, η λ. θα πρέπει να έχει πάχος περίπου 1.200 χλμ. και να αποτελείται στο κατώτερο μέρος της από σίμα (sima), δηλαδή από πυριτικά οξείδια του μαγνησίου, του σιδήρου και του ασβεστίου, ενώ στο ανώτερο μέρος της από σιάλ (sial, φλοιός της Γης), που δεν είναι συνεχές αλλά σε τεμάχια, και αποτελείται από ελαφρά οξείδια του αργιλίου, του νατρίου και του καλίου. Σύμφωνα με την υπόθεση του γεωλόγου Τζ. Έιρι, ο φλοιός της Γης αποτελείται από ένα στερεό και συνεχές περίβλημα με ομοιόμορφο ειδικό βάρος και επιπλέει επάνω σε ένα υλικό λάβας πιο πυκνό και πιο εύκαμπτο, μέσα στο οποίο βυθίζεται τόσο πιο βαθιά όσο πιο ψηλή είναι η εξωτερική του επιφάνεια (όπως, για παράδειγμα, στα όρη). Το πάχος του φλοιού θα είναι, επομένως, το μέγιστο εκεί όπου αντιστοιχούν τα ψηλότερα ανάγλυφα και το ελάχιστο εκεί όπου οι ωκεανοί παρουσιάζουν το μεγαλύτερο βάθος τους. Η επιφάνεια διαχωρισμού μεταξύ των δύο διαφορετικών αυτών υλικών καλείται ισοστατική επιφάνεια και θα αντιπροσωπεύει επομένως το γήινο ανάγλυφο με μεγάλη προσέγγιση, αλλά κατ’ αντίστροφη διάταξη. Ο Ά. Βέγκενερ, ξεκινώντας από την υπόθεση της ισοστασίας του Έιρι, κατέληξε στη δημιουργία της θεωρίας της προέλευσης των ηπείρων. Η άποψή του αναφέρει ότι το σιάλ (ειδικού βάρους 2,9) επιπλέει επάνω στο σίμα (ειδικού βάρους 3) όπως ο πάγος στο νερό. Βλ. λ. Γη.
* * *
η
γεωλ. μια από τις διαδοχικές συγκεντρικές ζώνες από τις οποίες αποτελείται η Γη και η οποία περιλαμβάνει τον στερεό φλοιό και τμήμα τού ανώτερου μανδύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithosphere < litho- (< λιθ[ο]-*) + sphere (< σφαίρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιθόσφαιρα — η τα στερεά πετρώματα που αποτελούν το φλοιό της Γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθοσφαιρικές πλάκες — Τα τμήματα (έξι μεγάλα και αρκετά μικρότερα) στα οποία είναι χωρισμένη η λιθόσφαιρα (βλ. λ.) της Γης. Οι μεγαλύτερες λ.π. είναι η ευρασιατική, η ειρηνική, η βορειοαμερικανική, η νοτιοαμερικανική, η αφρικανική, η ανταρκτική και η ινδο αυστραλιανή …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • γεωχημεία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της χημικής σύνθεσης της Γης. Κύριοι σκοποί της είναι: α) να καθορίσει την ποσοτική αναλογία των διαφόρων χημικών στοιχείων πάνω στη Γη, τόσο στη φυσική τους κατάσταση όσο και μέσα στις ενώσεις τους· β) να… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • λιθοσφαιρικός — ή, ό γεωλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθόσφαιρα 2. φρ. «λιθοσφαιρική πλάκα» τεκτονική ενότητα, παγκόσμιας κλίμακας, που αποτελεί σφαιρικό κάλυμμα με άκαμπτη μηχανική συμπεριφορά και με πάχος 100 περίπου χιλιόμετρα, αλλ. τεκτονική πλάκα …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”